- ἕξουσι
- ἔχωcheckfut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἔχωcheckfut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕξουσ' — ἕξουσα , ἔχω check fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἕξουσι , ἔχω check fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἕξουσι , ἔχω check fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἕξουσαι , ἔχω check fut part act fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… … Dictionary of Greek
επιτιμία — ἐπιτιμία, ἡ (Α) [επίτιμος] 1. η ιδιότητα ή κατάσταση τού επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.) 2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῑς καθὰ ἐλογίσαντο… … Dictionary of Greek
κατακομιδή — κατακομιδή, ἡ (Α) [κατακομίζω] 1. η μεταφορά στην παραλία εμπορευμάτων για εξαγωγή («χαλεπωτέραν ἕξουσι τὴν κατακομιδήν τῶν ὡραίων καὶ πάλιν ἀντίληψιν ὧν ἡ θάλασσα τῇ ἠπείρῳ δίδωσι», Θουκ.) 2. η μεταφορά στην πατρίδα 3. η αποστολή («πρὸς… … Dictionary of Greek